- ἑστιατορίς
- ἑστιᾱτ-ορίς, ἡ,A Areca nut (kernel of the palm Areca Catechu), Plin HN24.165 (v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εστιατορίς — ἑστιατορίς, ἡ (Α) το φυτό αρέκα, κν. η κατεχού … Dictionary of Greek